- συνεξαιρώ
- -έω, Α [ἐξαιρῶ]1. διώχνω κάτι ταυτοχρόνως («συνεξελεῑν ὑμῑν τὸ θηρίον ἐκ τῆς χώρης», Ηρόδ.)2. συμβάλλω στην κατάληψη, στην κυρίευση, κυριεύω με κάποιον («συνεξαιρεῑν μετά τινος Ἀμφίπολιν», Αισχίν.)3. μέσ. συνεξαιροῡμαι, -έομαια) αφαιρώ κάτι επί πλέον («οἱ φόβοι τῶν κυνῶν συνεξαιροῡνται τὸ προνοεῑσθαι», Ξεν.)β) συμβάλλω στη σωτηρία, απολυτρώνω μαζί («συσσῴζειν μᾱλλον καὶ συνεξαιρεῑσθαι τοῑς ἀναιτίοις τοὺς δοκοῡντας ἀδικεῑν», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.